Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011

Εορτασμός της ημέρας του Μακεδονικού Αγώνα στο ΓΕΛ Σκύδρας


Με ομιλίες και χορευτικά εορτάστηκε
η ημέρα του Μακεδονικού Αγώνα στο ΓΕΛ Σκύδρας

Την περασμένη Τετάρτη τα παιδιά του ΓΕΛ Σκύδρας άφησαν για λίγο τις αίθουσες διδασκαλίας και συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου στα πλαίσια του εορτασμού της ημέρας του Μακεδονικού Αγώνα και του μαρτυρικού θανάτου, μεγάλης ιστορικής σημασίας, του Παύλου Μελά. Για την ενημέρωση σας σύμφωνα με έγγραφο της Γενικής Γραμματείας Μακεδονίας – Θράκης (Αριθμ. Πρωτ.: 2888/9.9.2011), ο καθιερωμένος κατ’ έτος εορτασμός ήταν για την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011 και περιελάμβανε: 1. Ομιλίες σε μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων, με ευθύνη των Διευθυντών των σχολείων τους, την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011. 2. Σημαιοστολισμό όλων των Δημόσιων και Δημοτικών καταστημάτων, όπως και των Ν.Π.Δ.Δ., από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου της 9ης Οκτωβρίου 2011. 3. Φωταγώγηση όλων των Δημοσίων και Δημοτικών καταστημάτων, όπως και των Ν.Π.Δ.Δ., τις βραδινές ώρες της 9ης Οκτωβρίου 2011. 4. Δοξολογίες, την Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2011. Στο ΓΕΛ Σκύδρας ο διευθυντής κ. Περπερίδης και η υπεύθυνη για την εκδήλωση, φιλόλογος κα Μαγκάτη Ελένη όχι μόνο τίμησαν τους μακεδονομάχους με την καθιερωμένη ομιλία αλλά οργάνωσαν και χορευτικά με παιδιά του σχολείου.

Η πολύ ενδιαφέρουσα ομιλία για όσους θέλουν ακόμη να θυμούνται!
Ο τόπος μας, η Μακεδονία, αποτέλεσε αναπόσπαστο τμήμα του ελληνισμού καθ' όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας: από την εποχή των αρχαίων Μακεδόνων βασιλέων, στο πέρασμα από τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και το Βυζάντιο αλλά και στους δύσκολους αιώνες της τουρκοκρατίας η Μακεδονική γη κατοικήθηκε από ελληνικούς πληθυσμούς και διέσωσε την ελληνική παράδοση ακολουθώντας τη μοίρα ολόκληρου του ελληνισμού. Η επανάσταση του 1821και οι συνθήκες που σφράγισαν τη γέννηση του νεοελληνικού κράτους άφησαν εκτός των ορίων του μεγάλα τμήματα του ελληνισμού, ανάμεσά τους και τη Μακεδονία. Η τουρκοκρατία για την περιοχή μας θα συνεχιστεί για έναν αιώνα περίπου ακόμα και στο διάστημα αυτό οι Έλληνες κάτοικοι συνεχίζουν να συμβιώνουν με τους Τούρκους κατακτητές καθώς και με σλάβους που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή, καθώς η υποταγή όλων των βαλκανικών λαών στους Οθωμανούς ευνοούσε την κινητικότητα πληθυσμών στα πλαίσια της αυτοκρατορίας. Ταυτόχρονα, όμως, οι Έλληνες συνεχίζουν να ελπίζουν ότι θα ενωθούν κάποια στιγμή με τη μητέρα Ελλάδα και συχνά ενεργούν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η συμβίωση με τις υπόλοιπες χριστιανικές εθνότητες, που ζούσαν στο χώρο της Μακεδονίας στη διάρκεια της Οθωμανικής κυριαρχίας, ήταν, ως επί το πλείστον, ειρηνική τουλάχιστον ως τη στιγμή που αρχίζει να γεννάται και να θεριεύει και στους υπόλοπους λαούς των Βαλκανίων η εθνική τους συνείδηση. Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων εκδηλώθηκε αρχικά ως πολιτιστική και θρησκευτική αντίδραση κατά των Ελλήνων και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά από μια σειρά προκλητικών ενεργειών εκ μέρους της Βουλγαρίας, με τη συναίνεση την Υψηλής Πύλης, που ακολουθεί το “διαίρει και βασίλευε”, ιδρύεται το 1870 η Βουλγαρική Εξαρχία, με καθεστώς ανεξαρτησίας απέναντι στο Οικουμενικό Πατραρχείο. Το πρώτο βήμα για τον βουλγαρικό εθνικισμό έχει γίνει. Οι βλέψεις πλέον της Βουλγαρίας στρέφονται προς τον μακεδονικό χώρο που θα της έδινε την πολυπόθητη πρόσβαση στη Μεσόγειο. Η Οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει και η Βουλγαρία γνωρίζει ότι, όταν ο μεγάλος ασθενής ξεψυχήσει, καθένας από τους λαούς της Βαλκανικής θα μπορεί να διεκδικήσει εκείνα τα εδάφη στα οποία θα μπορεί να αποδείξει πληθυσμιακή πλειοψηφία. Από την άλλη μεριά, το επίσημο ελληνικό κράτος αδύναμο και δέσμιο των υποχρεώσεών του απέναντι στις Προστάτιδες Δυνάμεις δεν μπορεί να αντιδράσει στις αυξανόμενες προκλήσεις της γειτονικής χώρας. Ο “ατυχής πόλεμος” του 1897 και η ταπεινωτική ήττα των Ελλήνων περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα και καθιστά την Ελλάδα ακόμα πιο αδύναμη να υπερασπιστεί τα δίκαια των εκτός των ορίων της ελληνικών πληθυσμών. Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 18ου δύο ισχυρές επαναστατικές οργανώσεις ιδρύονται και λειτουργούν στη Βουλγαρία και αντάρτικα σώματα Βούλγαρων κομιτατζήδων φτάνουν στο μακεδονικό έδαφος. Στόχος είναι να ενταχθεί στη Βουλγαρική Εξαρχία όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού γίνεται. Τα μέσα που ακολουθούνται: Η εξαγορά και οι εκβιασμοί και όταν αυτά τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται αναποτελεσματικά ακολουθούν βία, δολοφονίες, βιασμοί μεμονομένων ατόμων, οικογενειών, ενίοτε ακόμα και ολόκληρων χωριών. Πιο συχνά θύματα είναι οι ιερείς, που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι δάσκαλοι και οι δασκάλες καθώς και πολλοί από τους προύχοντες των ελληνικών κοινοτήτων. Οι λόγοι είναι εμφανείς: Οι Έλληνες αυτοί διατηρούν την ελληνική γλώσσα και παράδοση στις περιοχές που διεκδικούν οι Βούλγαροι και στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά τους. Την ίδια περίπου εποχή ιδρύεται στην Αθήνα η “Εθνική Εταιρεία” από νέους κυρίως αξιωματικούς, με στόχο να στείλει στη Μακεδονία σώματα ενόπλων και προμήθειες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Βούλγαρους και να προστατέψουν τους ελληνικούς πληθυσμούς. Όλα αυτά χωρίς τη στήριξη του ελληνικού κράτους και των κυβερνήσεών του. Το 1903 η “εξέγερση του Ίλιντεν”, μια προσπάθεια επανάστασης των Βουλγάρων που καταπνίγεται από τους Οθωμανούς, θέτει το πρόβλημα της Μακεδονίας σε νέες βάσεις. Κατά τη διάρκεια της άνοιξης του 1904 το Υπουργείο των Εξωτερικών αρχίζει να αναδιοργανώνει τις προξενικές υπηρεσίες στη Μακεδονία. Πρόξενος στο Μοναστήρι τοποθετήθηκε ο Δημήτριος Καλλέργης και Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη ο Λάμπρος Κορομηλάς, ενώ παράλληλα αποσπάσθηκε στο Υπουργείο των Εξωτερικών μια ομάδα αξιωματικών προκειμένου να αναλάβουν υπηρεσία στα ελληνικά προξενεία και υποπροξενεία στη Μακεδονία. Από την άλλη πλευρά, το Μάιο του 1904, πρώην εταίροι της Εθνικής Εταιρείας ιδρύουν το “Μακεδονικό Κομιτάτο” με πρόεδρο τον ιδιοκτήτη της εφημερίδας “Εμπρός”, Δημήτριο Καλαποθάκη. Το Κομιτάτο ανέλαβε από την αρχή ευρύτατες αρμοδιότητες όχι μόνο στους τομείς της ανίχνευσης και της προπαγάνδας αλλά και στη χρηματοδότηση, μύηση, στρατολογία και προπαρασκευή σωμάτων. Η ελληνική κυβέρνηση έβλεπε με ανακούφιση την ενεργοποίηση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, η οποία αφενός κάλυπτε τις ανάγκες για άμεση δράση και αφετέρου πρόσφερε στο κράτος την απαραίτητη κάλυψη. Στα τέλη Ιουλίου του 1904 ήταν πλέον κοινή πεποίθηση στην Αθήνα ότι η αποστολή ενόπλων στη Μακεδονία δεν έπρεπε να βραδύνει. Κατά τα μέσα Αυγούστου τρία σώματα ετοιμάστηκαν και διέσχισαν την ελληνοτουρκική μεθόριο. Στα τέλη του ίδιου μήνα τις προσπάθειες ήρθε να ενισχύσει το σώμα του Παύλου Μελά, αλλά τα αποτελέσματα υπήρξαν περιορισμένα. Ο Μελάς ήταν ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού, γαμπρός του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη. Στην Μακεδονία ανέβηκε με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των δύο παιδιών του. Η αποστολή του ήταν κυρίως να οργανώσει τους ελληνικούς πληθυσμούς εναντίον των Βούλγαρων κομιτατζήδων. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 μετά από μια κουραστική πορεία και πολλές καταδιώξεις με τους Βούλγαρους φτάνει μαζί με τους αντάρτες του στο ελληνικό χωριό Στάτιστα της Καστοριάς. Φιλοξενείται στο σπίτι της οικογένειας του παπά Καντζάκη. Η παρουσία του όμως στο χωριό δεν περνά απαρατήρητη και ένας προδότης κάτοικος του χωριού ειδοποιεί τους Τούρκους. Η συμπλοκή που ακολουθεί διαρκεί δύο ώρες και στην προσπάθειά του να βρει τρόπο διαφυγής για τους άντρες του ο Μελάς τραυματίζεται θανάσιμα. Η τελευταία του επιθυμία είναι να δοθεί ο σταυρός του στη γυναίκα του, Ναταλία, και το ντουφέκι του στο γιο του Μίκη. Τα παλικάρια του κρύβουν το πτώμα του στα άχυρα του στάβλου και καταφέρνουν οι περισσότεροι τουλάχιστον να ξεφύγουν. Όταν απομακρύνονται και τα τουρκικά στρατεύματα, οι γυναίκες του χωριού φροντίζουν κρυφά για την ταφή του. Αργότερα μεταφέρεται και θάβεται στην Καστοριά με όλες τις τιμές, ενώ το 1973 δίπλα του ενταφιάζεται κατά την επιθυμία της και η σύζυγός του. Ο θάνατος του Μελά συγκλόνισε την Αθήνα και επέτεινε την κινητοποίηση. Ο ελληνικός λαός αντιλαμβάνεται το μέγεθος της θυσίας του Μελά: ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, είχε ο ίδιος μια ευτυχισμένη οικογένεια και μια πολύ άνετη ζωή. Τα θυσίασε όλα για να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους Έλληνες της Μακεδονίας. Η συνειδητοποίηση αυτή γεννά πατριωτικό πυρετό στις ελεύθερες περιοχές του ελληνισμού. Στη Μακεδονία φτάνουν πολλοί νέοι από τη νότια Ελλάδα και την Κρήτη για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους δίκαιους αγώνες των Μακεδόνων. Περνούν την ελληνοτουρκική μεθόριο κρυφά και δρουν στην Καστοριά, το Κιλκίς, τη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και τη Νάουσα, την Έδεσσα και το βάλτο των Γιαννιτσών καθώς και σε πολλές άλλες περιοχές της Μακεδονίας, όπου η δράση των κομιτατζήδων προκαλεί προβλήματα στους ελληνικούς πληθυσμούς. Στον βάλτο των Γιαννιτσών η δράση των ελληνικών ανταρτικών ομάδων εμπνέει μετά από χρόνια στην Πηνελόπη Δέλτα το αριστουργηματικό μυθιστόρημα “Στα μυστικά του Βάλτου”, με κύριο πρωταγωνιστή τον καπετάν Τέλλο Άγρα. Το πραγματικό του όνομα είναι Σαράντος Αγαπηνός, γεννημένος στο Ναύπλιο, διακεκριμένος αξιωματικός του ελληνικού στρατού. Μετά την αποφοίτησή του από τη σχολή Ευελπίδων ζητά επίμονα την τοποθέτησή του στα σύνορα και από εκεί επίμονα και πάλι επιδιώκει την προώθησή του στη Μακεδονία. Στη μακεδονική γη επιδίδεται με μεγάλη επιτυχία στο δύσκολο έργο της οργάνωσης των αντάρτικων ομάδων στην περιοχή του βάλτου των Γιαννιτσών και της διεξαγωγής εκεί ενός δυσχερέστατου, λόγω των γεωμορφολογικών συνθηκών της περιοχής, κλεφτοπολέμου με τους Βούλγαρους. Οι τραυματισμοί του είναι συχνοί και η ελονοσία που θερίζει τα παλικάρια στον βάλτο, τον αναγκάζουν να βρίσκει καταφύγιο για κάποιες περιόδους σε σπίτια μακεδονομάχων στη Νάουσα αλλά και στο ίδιο το Ελληνικό Προξενείο της Θεσσαλονίκης. Η επιμονή του όμως να μη σταματήσει τον αγώνα τον ξαναφέρνει συνέχεια πίσω στον βάλτο. Την άνοιξη του 1907 πληροφορείται στη Νάουσα, όπου βρίσκεται για ανάρρωση, ότι ένας από τους πιο σημαντικούς κομιτατζήδες της περιοχής, ο Ζλάταν, επιθυμεί να έρθει σε συνεννόηση μαζί του για να άρουν τις διαφορές μεταξύ τους και να συμφωνήσουν κοινή δράση εναντίον του πραγματικού εχθρού, του Τούρκου. Ο Άγρας πιστεύει στις εγγυήσεις που του δίνονται τόσο από τους Βούλγαρους όσο και από Έλληνες τοπάρχες. Τον Ιούνιο του 1907 ο Άγρας ξεκινά με τον Αντώνη Μίγκα από το σπίτι του τελευταίου στη Νάουσα, για να φτάσει στο σημείο της συνάντησης, κάπου 18 χιλόμετρα βορειοδυτικά. Στη σημείο επρόκειτο να συναντήσουν τρεις κομιτατζήδες και συναντούν τελικά πολύ περισσότερους. Ξεκινούν με φαγοπότι αλλά πολύ γρήγορα οι Βούλγαροι αρχίζουν να κατηγορούν τον Άγρα και τον αφοπλίζουν. Ο Ζλάταν προσφέρει στον Μίγκα την ελευθερία του, όμως το πιστό παληκάρι δε δέχεται να απαρνηθεί τον αρχηγό του και ακολουθεί την ίδια μοίρα. Οι Βούλγαροι τους διαπομπεύουν για τέσσερις μέρες σε διάφορα χωριά της Νάουσας και της Έδεσσας, προκαλώντας τρόμο στους κατοίκους. Τέλος, φτάνουν σε μια τοποθεσία έξω από την Έδεσσα και τους κρεμούν σε μια καρυδιά. Η τοποθεσία βρίσκεται ανάμεσα στα σημερινά χωριά Άγρας και Καρυδιά που πήραν τα ονόματά τους προς τιμήν της θυσίας των δύο ηρώων. Οι κάτοικοι, όπως και στην περίπτωση του Μελά, είναι αυτοί που φροντίζουν για την ταφή τους. Η προδοσία και ο μαρτυρικός θάνατος του Άγρα συγκλονίζουν το πανελλήνιο. Η εκδίκηση από τους συναγωνιστές του δε θα αργήσει να έρθει. Το 1908 το κίνημα των Νεότουρκων δημιουργεί νέα δεδομένα που επηρεάζουν και την κατάσταση στη Μακεδονία. Οι υποσχέσεις των Νεότουρκων για ίση μεταχείριση των υπόδουλων πληθυσμών της αυτοκρατορίας οδηγεί τους Έλληνες και τους Βούλγαρους σε μια προσωρινή ειρήνευση. Η διάψευση, όμως, των ελπίδων οδηγεί λίγα χρόνια αργότερα τους Βαλκανικούς λαούς σε σύμπραξη εναντίον των Οθωμανών και με τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 η Μακεδονία απελευθερώνεται και γίνεται τμήμα του ελληνικού κράτους. Ο μακεδονικός αγώνας, 1904-1908, κατόρθωσε να προστατεύσει τους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας από τις κατακτητικές ενέργειες των γειτόνων και να ενισχύσει την ελληνική συνείδηση που κλονιζόταν από την τρομοκρατία των κομιτατζήδων αλλά και των Τούρκων. Έτσι, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους είναι πολύ εύκολο για την ελληνική διπλωματία να διεκδικήσει τη Μακεδονία χωρίς να υπάρχει υπόνοια για εθνική μειονότητα όποιας μορφής. Τα εδάφη αυτά της Μακεδονίας, που χρωστάνε ένα μεγάλο μέρος της λευτεριάς τους στο αίμα των μακεδονομάχων, θα γίνουν δύο δεκαετίες μετά τον μακεδονικό αγώνα, η νέα πατρίδα που θα υποδεχτεί τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και του Πόντου μετά από τον ξεριζωμό του 1922. Οι μακεδονομάχοι είναι ένα ζωντανό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας και τους χρωστάμε πολλά. Η ανάμνηση των αγώνων τους κυρίως από τις νέες γενιές είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε.
Μαγκάτη Ελένη Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια: