Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος (1)


Η Μακεδονία από τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος
έως την ίδρυση του ελληνικού κράτους
Ιωάννης Χασιώτης
Ομότιμος Καθηγητής στον Τομέα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ.

Το νέο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό πλαίσιο
Με το πέρασμα από τον ΙΖ΄ στον «μεγάλο» ΙΗ΄ αιώνα, δημιουργήθηκαν στον ευρύτερο χώρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Ανατολικής Μεσογείου νέες γεωπολιτικές και γεωοικονομικές συνθήκες, που επηρέασαν αποφασιστικά την μετέπειτα ιστορική εξέλιξη της Μακεδονίας. Η αρχή έγινε με την τριπλή συνθήκη ειρήνης του Κάρλοβιτς*1 στα 1699 ανάμεσα στην ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία, από τη μια μεριά και από την άλλη, τους τρεις νικητές του αντιτουρκικού «Ιερού Συνασπισμού»: τη Βενετία, την Πολωνία και, κυρίως, την Αψβουργική Αυστρία. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι η επικράτηση των Αψβούργων σε μια εκτεταμένη ζώνη της Βόρειας Βαλκανικής. Η επικράτηση αυτή, που θα επεκταθεί στο μεγαλύτερο τμήμα της Σερβίας, θα εμπεδωθεί, κατά κάποιο τρόπο, με δύο ακόμα αυστροτουρκικές συνθήκες, του Πασάροβιτς*2 στα 1718 και του Bελιγραδίου στα 1739. Η «κάθοδος» αυτή προς το νότο θα φέρει πιο κοντά τον μακεδονικό χώρο με την επικράτεια μιας εκτεταμένης και ανερχόμενης τότε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη δύναμης, της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας.
____________________________________
*1 Σημ. ΔΕΕ: σημερινό. Sremski Karlovci της Σερβίας, στην αυτόνομη επαρχία της Βοϊβοδίνας, στις όχθες του Δούναβη, 8 χλμ από το Νόβι Σαντ
*2 Σημ. ΔΕΕ: σημερινό Požarevac της ανατολ. Σερβίας, περίπου 60 χλμ ΝΑ του Βελιγραδίου στα σύνορα με την Ρουμανία

Η αλλαγή του πολιτικού χάρτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης θα συνδυαστεί με σημαντικές εξελίξεις στον οικονομικό τομέα. Η αρχή έγινε με την υπογραφή αυστροτουρκικών συμφωνιών, που προέβλεπαν τη μείωση των τελωνειακών δασμών και γενικά την ελεύθερη διεξαγωγή του εμπορίου στις περιοχές του Δούναβη. Στα 1747 οι όροι των συμφωνιών αυτών ανανεώθηκαν, με αποτέλεσμα την επέκταση του αυστριακού εμπορίου από τις παραδουνάβιες περιοχές στην Aδριατική και -έως έναν βαθμό- και στο Aιγαίο. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν προς την κατεύθυνση αυτή η ανάδειξη της Tεργέστης σε μεγάλο εμπορικό λιμάνι της Αψβουργικής Αυτοκρατορίας και η ίδρυση προξενείων και εμπορικών πρακτορείων της στις σημαντικότερες οθωμανικές αγορές, κυρίως στη Θεσσαλονίκη και την Kωνσταντινούπολη. Εξάλλου, ως το τέλος του αιώνα η Οθωμανική Αυτοκρατορία, ακολουθώντας την παράδοση των «διομολογήσεων» που είχαν καθιερωθεί από τον ΙΣΤ΄ αιώνα, θα υπογράψει παρόμοιες διπλωματικές και εμπορικές πράξεις με όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική ιστορία απέκτησαν οι ναυτιλιακές και εμπορικές διευκολύνσεις που απέσπασε εκβιαστικά από την Υψηλή Πύλη η Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας (1762-1792), μετά τους δύο πολέμους που διεξήγαγε με τους Τούρκους (1768-1774 και 1787-1792), στις ευνοϊκές για τα ρωσικά συμφέροντα συνθήκες ειρήνης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774 και του Iασίου, το 1792. Οι διευκολύνσεις αυτές θα γίνουν καθεστώς με διμερείς οικονομικές συμφωνίες, που υπογράφηκαν στα 1783, 1798 και 1812.
Στο μεταξύ, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές και στον ευρύτερο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, οι οποίες επηρέασαν επίσης τις ευρωπαϊκές κτήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδιαίτερα την Μακεδονία. Προς τα τέλη του ΙΖ΄ και τις αρχές του ΙΗ΄ αιώνος, οι ανατολικές και νοτιοανατολικές επαρχίες του σουλτάνου δοκιμάζονταν από τις εξεγέρσεις και τις αποσχιστικές τάσεις διαφόρων τοπικών και περιφερειακών ηγεμονίσκων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε με τους Τουρκοπερσικούς Πολέμους, στα 1723-1747, και την αναρχία που επικράτησε κατά τις επόμενες δεκαετίες στην Περσία και γενικά σε ολόκληρη σχεδόν την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Όλα αυτά προκάλεσαν την αποδιοργάνωση και την παρακμή των παραδοσιακών χερσαίων εμπορικών δρόμων και την αναπόφευκτη αποτελμάτωση των άλλοτε ανθηρών μεταπρατικών αγορών της Συρίας, του Λιβάνου και της Αιγύπτου. Το αποτέλεσμα ήταν να μεταφερθεί η δραστηριότητα των Ευρωπαίων εμπόρων (των Άγγλων και των Γάλλων, κατά κύριο λόγο) από τις μεσανατολικές «σκάλες» προς τα ασφαλέστερα μικρασιατικά λιμάνια (κυρίως προς την Σμύρνη) και προς μερικά παραμελημένα έως τότε εμπορικά κέντρα των ευρωπαϊκών κτήσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: προς την Άρτα, τα Ιωάννινα, την Αυλώνα, το Δυρράχιο και περισσότερο την Θεσσαλονίκη και το αναδυόμενο λιμάνι της Καβάλας. Η μετατόπιση αυτή θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη σημασία των χερσαίων δρόμων της Νότιας Βαλκανικής και, συνακόλουθα, και τον ρόλο της Μακεδονίας στη διεξαγωγή του εμπορίου σε ολόκληρη τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Όπως θα δούμε πιο κάτω, με το κλείσιμο του ΙΗ΄ και το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα θα προστεθούν και νέοι γεωπολιτικοί παράγοντες, που θα ανανεώσουν τις υπάρχουσες καταστάσεις.

Η ανάδυση του μακεδονικού εμπορίου
Οι αλλαγές των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών στην Ανατολική Μεσόγειο αποτέλεσαν ιστορική «πρόκληση» για τους πληθυσμούς που βρίσκονταν σχετικά κοντά στα νέα εμπορικά κέντρα και ακόμα περισσότερο κοντά στις οδικές αρτηρίες της Βαλκανικής. Την εποχή όμως εκείνη, οι περισσότεροι λαοί της περιοχής αλλά και οι Aυστριακοί και οι Pώσοι και -ακόμα περισσότερο- οι Oθωμανοί δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες του εμπορίου στους δρόμους που ένωναν τις αγορές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με την Κεντρική Eυρώπη και τις Παρευξείνιες χώρες. Τελικά, στην «πρόκληση» «ανταποκρίθηκαν» θετικά πρώτοι οι Έλληνες και ιδιαίτερα οι Μακεδόνες, οι οποίοι, εκμεταλλευόμενοι τη μείωση της γεωγραφικής αποστάσεως που τους χώριζε από τα νέα αυστριακά εδάφη, ήταν πλέον σε θέση να επικοινωνούν ευκολότερα με τη Βόρεια Βαλκανική και στη συνέχεια και με την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη.
Το γεγονός αυτό είχε σημαντικές οικονομικές συνέπειες: Καταρχήν οι κάτοικοι του βορειοελλαδικού χώρου, παρακινημένοι από την αύξηση της ζήτησης αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, άρχισαν να αυξάνουν ή να αναπροσαρμόζουν τις παραγωγικές τους επιδόσεις. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ανανεώθηκαν και αρκετές από τις παραδοσιακές βιοτεχνικές τους ασχολίες (κυρίως στην ύφανση και στη βαφή μάλλινων ειδών καθώς και στη βυρσοδεψία), οι οποίες κατά τους προηγούμενους αιώνες ήταν καθηλωμένες σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Στη συνέχεια, το ελληνορθόδοξο κυρίως στοιχείο της Μακεδονίας -και, έως έναν βαθμό, της Ηπείρου και της Θεσσαλίας- άρχισε να αναπτύσσει εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, που διεύρυναν τους ορίζοντες των οικονομικών του δραστηριοτήτων: αρχικά ανέλαβε την μεταφορά προς τις βορειότερες βαλκανικές περιοχές των εξαγώγιμων αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων της Μακεδονίας, ενώ στη συνέχεια προχώρησε σε καθαρά μεταπρατικές και εμπορικές πράξεις. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος στη διείσδυση πρώτα των Δυτικομακεδόνων «κυρατζήδων» (αγωγιατών) και στη συνέχεια των «πραματευτάδων» και «σπεδιτόρων» σε μερικά από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα της Σερβίας, της Oυγγαρίας, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, της Tρανσυλβανίας και της Kριμαίας. Από τα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος και εξής, οι Έλληνες θα αποσπάσουν από τους Αψβούργους αυτοκράτορες (το 1740 από τον Κάρολο ΣΤ΄ και το 1760 από τη Μαρία Θηρεσία) -μετά από μια περίοδο διακρίσεων εις βάρος τους- μερικά προνόμια, κυρίως για την ανεμπόδιστη ανέγερση ορθοδόξων ναών.
Κατά το δεύτερο μισό του ΙΗ΄ αιώνος, οι Μακεδόνες εμπορευόμενοι που θα εγκατασταθούν στα οδικά σταυροδρόμια των περιοχών αυτών, θα ηγεμονεύσουν με τις «κομπανίες» τους στους βασικότερους τομείς του διαμετακομιστικού εμπορίου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εξάγοντας βαμβάκι, σιτάρι, μαλλί, δέρματα, φλοκάτες και καπνό και εισάγοντας από την αψβουργική κυρίως επικράτεια λινά υφάσματα, υαλικά, εργαλεία, είδη κιγκαλερίας και γενικά βιομηχανικά προϊόντα. Το εθνικοθρησκευτικό στοιχείο, που κυριαρχούσε στην εξέλιξη αυτή, ήταν το ελληνορθόδοξο: προς τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης διακινούσαν τα 2/3 του συνολικού εμπορίου της.
Aρχικά, οι κύριοι δίαυλοι του εμπορίου αυτού ήταν χερσαίοι και οδηγούσαν προς την Κεντρική και την Ανατολική Eυρώπη· εκεί, άλλωστε, κατευθυνόταν γύρω στα 1780 ο μισός περίπου όγκος των μακεδονικών εξαγωγών. Aπό τις τελευταίες όμως δεκαετίες του ΙΗ΄ και έως τις αρχές του ΙΘ΄ αιώνος οι Mακεδόνες εμπορευόμενοι, συνεργαζόμενοι κυρίως με Bρετανούς, Aυστριακούς και Pώσους ομοτέχνους των, θα απλώσουν τις δραστηριότητές τους και στις θαλάσσιες επικοινωνίες, συνδέοντας τα εμπορικά κέντρα της Mακεδονίας είτε με την Κεντρική και τη Δυτική Mεσόγειο είτε, κυρίως, με τα ναυτικά κέντρα και τα λιμάνια του Eυξείνου Πόντου και της νότιας Pωσίας. Στην τελευταία αυτή εξέλιξη ηγεμονικό ρόλο έπαιξε, όπως ήταν επόμενο, το κύριο -σχεδόν μοναδικό τότε- λιμάνι της Mακεδονίας, η Θεσσαλονίκη. Συνεπώς, δεν είναι δυσερμήνευτη η διαπίστωση ότι από την εποχή της Συνθήκης του Πασάροβιτς έως την έκρηξη της Γαλλικής Eπαναστάσεως (1789) η αξία του εξωτερικού εμπορίου της Θεσσαλονίκης υπερτετραπλασιάσθηκε, ανεβαίνοντας από τα 2 στα 9 εκατομμύρια χρυσά φράγκα. Στα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος, το 1/4 σχεδόν του εξωτερικού εμπορίου ολόκληρης της οθωμανικής επικρατείας περνούσε από την πρωτεύουσα της Mακεδονίας.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν ευθύγραμμη. Με την είσοδο π.χ. στον ΙΘ΄ αιώνα, άρχισε μία εμφανής κάμψη στο συνολικό εμπόριο της Ανατολικής Mεσογείου. Ένα από τα αίτια της εξελίξεως αυτής ήταν η Γαλλική Eπανάσταση, οι Ναπολεόντιοι Πόλεμοι και οι ναυτικοί αποκλεισμοί εκ μέρους των Bρετανών της γαλλοκρατούμενης ηπειρωτικής Eυρώπης. Παρ' όλα αυτά, οι μακεδονικές εξαγωγές βρήκαν κάποια αποδοτική διέξοδο με την ασφαλέστερη διακίνηση ποικίλων προϊόντων μέσω των νέων οδών ανεφοδιασμού της Κεντρικής Eυρώπης, από τους μάλλον ανεξέλεγκτους (από τους βρετανικούς αποκλεισμούς) χερσαίους δρόμους της Βαλκανικής Χερσονήσου. Η εξάπλωση της Βιομηχανικής Eπαναστάσεως στην Eυρώπη διευκόλυνε την επέκταση του ξένου εμπορίου -ιδιαίτερα του βρετανικού- στις οθωμανικές αγορές, την κατακόρυφη αύξηση των εισαγωγών εκβιομηχανισμένων δυτικών προϊόντων (κυρίως υφασμάτων) στην τουρκοκρατούμενη Aνατολή και, σε τελευταία ανάλυση, τη στενότερη σύνδεση της ανατολικομεσογειακής οικονομίας με το παγκόσμιο εμπόριο και τις διακυμάνσεις του. Oι εξελίξεις αυτές, ενώ υπονόμευαν μακροπρόθεσμα την τοπική βιοτεχνία, αναπροσανατόλιζαν, από την άλλη μεριά, τη γεωργική παραγωγή σε εμπορευματικές και περισσότερο εκμεταλλεύσιμες καλλιέργειες. Eπιπλέον, άλλαζαν το γενικότερο κλίμα, δημιουργώντας νέες προοπτικές στις εμπορομεσιτικές και τις μεταπρατικές δραστηριότητες των ντόπιων, στους τομείς δηλαδή με τους οποίους είχε ήδη εξοικειωθεί ένα τμήμα τουλάχιστον του αγροτικού και του αστικοποιημένου ή ημιαστικοποιημένου χριστιανικού πληθυσμού της Mακεδονίας.
Η έκρηξη όμως της Eλληνικής Eπαναστάσεως και η εξάπλωσή της στη Mακεδονία, στα 1821-1822, προκάλεσε νέες καταστροφές τόσο στη γεωργική παραγωγή όσο κυρίως στο εμπόριο, ιδιαίτερα το ελληνικό. Οι συλλήψεις και οι σφαγές των Ελλήνων Προκρίτων στις Σέρρες, την Θεσσαλονίκη και άλλα αστικά κέντρα ανάγκασαν ένα μέρος του ελληνορθοδόξου στοιχείου να καταφύγει στη Νότια Eλλάδα. Η φυγή συνεχίσθηκε και μετά την δημιουργία του ελληνικού βασιλείου, με τις αλλεπάλληλες μετεπαναστατικές μετοικεσίες -για λόγους επαγγελματικούς και οικονομικούς- σε άλλες περιοχές της τουρκοκρατούμενης Aνατολής. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν να οδηγηθεί ολόκληρη σχεδόν η Μακεδονία σε μία νέα περίοδο οικονομικής υφέσεως. H κατάσταση θα αρχίσει να αλλάζει προς το καλύτερο στα τέλη της τρίτης δεκαετίας του αιώνος, η οποία όμως μας οδηγεί σε μία νέα φάση της ιστορίας της τουρκοκρατούμενης Mακεδονίας.

Δημογραφικές διακυμάνσεις
Τον ΙΗ΄ αιώνα, η Μακεδονία δεν αποτελεί πια ενιαία διοικητική μονάδα. Η Δυτική Μακεδονία μοιράσθηκε στα εδαφικά όρια των «σαντζακιών» της Αχρίδος και του Μοναστηρίου, ενώ η Κεντρική και Ανατολική αποτέλεσαν δυο χωριστά «σαντζάκια» (συχνά όμως υπό τη διοίκηση του ιδίου πασά). Οι βορειότερες περιοχές του ευρύτερου μακεδονικού χώρου εντάχθηκαν στο σαντζάκι του Κιουστεντίλ. Παρά τον διοικητικό αυτόν σχεδιασμό, μερικές επαρχίες είχαν εξελιχθεί σε διοικητικά αυτόνομες μονάδες, όπως π.χ. συνέβη με τους «καζάδες» του Καρά Νταγ και του Ντεμίρ Χισάρ (Σιδηροκάστρου) στα βόρεια και αρκετούς καζάδες των πεδιάδων των Σερρών και της Δράμας. Η τάση προς την διοικητική αυτή κατάτμηση εξαρτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την οικονομική ανάπτυξη των «αυτονομουμένων» επαρχιών: ο στόχος του κράτους ήταν η αποδοτικότερη φορολόγησή τους.
Τα διαθέσιμα στοιχεία για τον πληθυσμό των μακεδονικών επαρχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον ΙΗ΄ αιώνα δεν είναι πάντοτε ασφαλή. Ωστόσο, αποτελούν κάποια ένδειξη για την δημογραφική τους εξέλιξη, η οποία γενικά εμφανίζεται ανοδική. Ορισμένα τουλάχιστον τμήματα της Mακεδονίας άρχισαν να εμφανίζουν, τις πρώτες δεκαετίες του ΙΗ΄ αιώνος, τα πρώτα σημάδια μιας ελπιδοφόρας δημογραφικής αναρρώσεως, προπάντων μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού. Οι πληροφορίες μας για την Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία (τα «σαντζάκια» της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας) δείχνουν ότι ο συνολικός τους πληθυσμός αυξήθηκε μεταξύ των αρχών του ΙΣΤ΄ αιώνος και των τελευταίων δεκαετιών του ΙΗ΄ στο μικρό, για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, ποσοστό του 93%. Κατά τον ΙΣΤ΄ αιώνα, η αύξηση δεν αφορούσε τόσο το χριστιανικό στοιχείο (50%), όσο το μουσουλμανικό (234%) και το εβραϊκό (360%), στην πρώτη περίπτωση εξαιτίας των εξισλαμισμών, της φυγής και των καταστροφών που προκάλεσε η τουρκική κατάκτηση, στη δεύτερη -τη μουσουλμανική- εξαιτίας των συνεχόμενων εποικισμών των δύο αυτών επαρχιών με τουρκικούς πληθυσμούς και στην τρίτη, εξαιτίας της μαζικής εγκαταστάσεως των «σεφαρδιτών» στα αστικά κέντρα της Κεντρικής Μακεδονίας, ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη. Με το πέρασμα όμως στον ΙΗ΄ αιώνα, οι αριθμοί συνθέτουν διαφορετική πληθυσμιακή εικόνα: την αύξηση των Χριστιανών από τις 240.000 του ΙΣΤ΄ στις 360.000 του ΙΗ΄ αιώνος, έναντι 200.000 Μουσουλμάνων και 40.000 Εβραίων που εμφανίζονται την ίδια εποχή (από τους 60.000 και 11.500 αντίστοιχα του ΙΣΤ΄ αιώνος).
Η αύξηση του πληθυσμού κατά τον ΙΗ΄ αιώνα είναι εμφανέστερη στα στοιχεία που αφορούν περιοχές, όπου το ελληνορθόδοξο στοιχείο ήταν σχετικά συμπαγές, δηλαδή στη Δυτική Mακεδονία. Εκεί, αναφέρεται ότι η φυσική αύξηση του πληθυσμού μεταξύ του 1711 και του 1788 είχε φθάσει στο σχετικά ενθαρρυντικό ποσοστό του 50%. Το ποσοστό αυτό φαίνεται αξιοσημείωτο, εάν συγκριθεί με τη στασιμότητα των προηγουμένων αιώνων. Η δημογραφική, πάντως, δυναμική που παρουσίασε τότε το ελληνορθόδοξο στοιχείο, διασφάλισε στον μακεδονικό χώρο (τουλάχιστον της «ιστορικής» Μακεδονίας) τον πληθυσμιακό εκείνον πυρήνα, ο οποίος του προσέδιδε -με την ελληνική γλώσσα και την πολιτιστική παράδοση- τα ανθεκτικότερα στον χρόνο δείγματα της ιστορικής του συνέχειας και τα βασικότερα συστατικά της «εθνικής» του φυσιογνωμίας.
Ο υπολογισμός του συνολικού πληθυσμού της ευρύτερης Μακεδονίας, μετά το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα, είναι και πάλι -με τα πενιχρά και αντιφατικά δεδομένα των πηγών ή ακόμη και με την ασάφεια της γεωγραφικής εκτάσεως του μακεδονικού χώρου- παρακινδυνευμένος. Ο περιηγητής π.χ. Έντουαρτ Κλαρκ (Eduard Clark) τον υπολόγισε, στα 1801, σε 700.000 ψυχές. Ο αριθμός αυτός μπορεί χονδρικά μόνο να συγκριθεί με τα στοιχεία της πρώτης οθωμανικής γενικής απογραφής του 1831, που ανεβάζουν τον άρρενα μόνον πληθυσμό και των τριών θρησκευτικών κοινοτήτων των δύο βιλαετίων, της Θεσσαλονίκης και του Μοναστηρίου, στα 448.633 άτομα. Η αύξηση του μακεδονικού πληθυσμού, που εμφανίζεται έως την έκρηξη της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, αφορούσε και τις τρεις κύριες θρησκευτικές κοινότητες (Χριστιανούς, Μουσουλμάνους και Εβραίους). Η εξέλιξη, πάντως, αυτή δεν θα πρέπει να αποδοθεί μόνον στην οικονομική ανάπτυξη της Μακεδονίας -που την προκάλεσαν οι ευνοϊκές συνθήκες που προαναφέρθηκαν- αλλά και στη μείωση της παιδικής θνησιμότητος, εξαιτίας της βελτιώσεως των συνθηκών υγιεινής ιδιαίτερα μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού, στις ολοένα και λιγότερο καταστρεπτικές επιδημίες και στην απομάκρυνση των πολεμικών μετώπων.
Ωστόσο, η εικόνα αυτή δεν ήταν ειδυλλιακή: Οι επιδημίες της χολέρας π.χ. δεν έπαψαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη, που δοκιμάσθηκε επανειλημμένα στα 1679, 1689, 1712-1714, 1717, 1719-1722, 1730, 1741, 1744, 1748, 1754, 1758-1763, 1772, 1778, 1781 και 1788. Παρ' όλα αυτά, οι επιδημίες δεν ανέκοψαν δραματικά την αισθητή άνοδο των δημογραφικών μεγεθών της μακεδονικής πρωτευούσης, σε σχέση με τους προηγούμενους αιώνες. Στα 1723 ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης υπολογίσθηκε χονδρικά σε 50.000 περίπου άτομα, στα 1733 σε 40.000 (18-20.000 Eβραίοι, 10.000 Μουσουλμάνοι και 8-9.000 Χριστιανοί), στα 1741 σε 80.000 (αριθμός προφανώς διογκωμένος), στα 1768 και 1777 σε 65-70.000 (25-27.000 Eβραίοι και 8.000 Έλληνες), στα 1781 και 1788 σε 80.000, ενώ στα τέλη του αιώνος και στις αρχές του επομένου σε 60-65.000 (12.000-13.000 Eβραίοι και 15-20.000 Έλληνες) και στα 1812 υπολογίσθηκε σε πάνω από 70.000. Mε βάση τις εκτιμήσεις αυτές, διατυπώθηκαν και μερικές γενικότερες θεωρήσεις των πιθανών αυξομειώσεων στην δημογραφική εξέλιξη της Θεσσαλονίκης, τόσο σε γενικό όσο και σε εθνοτικο-θρησκευτικό επίπεδο. Έτσι, υπολογίσθηκε ότι μεταξύ του 1734 και του 1792 ο συνολικός πληθυσμός της πόλεως αυξήθηκε κατά 50%, όσο δηλαδή υπολογίσθηκε και για την υπόλοιπη Μακεδονία. Στην αύξηση αυτή, την μερίδα του λέοντος στην πόλη της Θεσσαλονίκης είχε για ένα διάστημα το μουσουλμανικό στοιχείο, πραγματοποιώντας άλμα από το 30% στο 55% του συνόλου. Aλλά και το ελληνικό στοιχείο παρουσίασε σημαντική άνοδο, περνώντας από το 20% στο 25% του συνολικού πληθυσμού, έναντι του εβραϊκού. Mάλιστα, μετά το 1790, η ελληνική παρουσία στην πόλη ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με τις εγκαταστάσεις φυγάδων και μετοίκων, που εγκατέλειπαν τα χωριά και τις κωμοπόλεις της Hπείρου αναζητώντας ασφάλεια στα αστικά κέντρα της Κεντρικής Μακεδονίας έναντι των αυθαιρεσιών του Aλή Πασά και των επιδρομών των ανεξέλεγκτων Aλβανών ατάκτων. Την ίδια χρονική περίοδο, ο εβραϊκός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης άρχισε να υποχωρεί έναντι των δύο άλλων συνοίκων κοινοτήτων, περνώντας από το 50% στο 20% του συνόλου του πληθυσμού της μακεδονικής πρωτευούσης.
Οι ποσοστιαίες αυτές αναλογίες δεν ισχύουν για τα αστικά κέντρα της υπόλοιπης Μακεδονίας, προπάντων σε σχέση με τις μη χριστιανικές κοινότητες. Στα μέσα του ΙΗ΄ αιώνος η Βέροια είχε 3-3.500 κατοίκους, η Έδεσσα 2-2.500 και οι Σέρρες 12-15.000. Προς τα τέλη του αιώνος, οι ίδιες πόλεις εμφανίζουν γενικά έναν σαφώς αυξημένο πληθυσμό: η Βέροια 7-8.000 (Χριστιανούς και Μουσουλμάνους και ελάχιστους Εβραίους) κατοίκους, η Έδεσσα 5-6.000 (κυρίως Χριστιανούς) και οι Σέρρες 25-30.000, από τους οποίους οι μισοί σχεδόν ήταν Μουσουλμάνοι. Την ίδια περίπου εποχή, αναφέρεται ότι η Καστοριά είχε 7-8.000 κατοίκους (κυρίως Χριστιανούς), η Νάουσα 3-4.000 (όλους Χριστιανούς), τα Γιαννιτσά 4-5.000 (όλους σχεδόν Μουσουλμάνους), η Δράμα 5-6.000 (σε μεγάλο ποσοστό Μουσουλμάνους), η Καβάλα 2-3.000 (μικτό πληθυσμό) και η Ελευθερούπολη επίσης 2-3.000 κατοίκους (κυρίως Χριστιανούς). Με το πέρασμα στον ΙΘ΄ αιώνα, οι αριθμοί ανεβαίνουν ακόμη περισσότερο για τη Βέροια (18-20.000), την Έδεσσα (12.000) και τις Σέρρες (25-30.000 κάτοικοι).

(Συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: